Αυτό το άρθρο της Έλενας Κολτσάκη και Ελένης Χαραλαμπίδου, αρχικά δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Συνδέσμου Ελλήνων Διαμεσολαβητών (www.sedi.gr)
Έλενα Κολτσάκη, ΔΝ & Ελένη Χαραλαμπίδου, ΜΑ, Διαμεσολαβήτριες και Εκπαιδεύτριες Διαμεσολαβητών
Τις τελευταίες μέρες επικρατεί ένας «ερμηνευτικός» πυρετός ως προς την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία και το περιεχόμενό της.
Διαβάζουμε διαφορετικές απόψεις και ερμηνείες και φαίνεται να έχει δημιουργηθεί ίσως μια σύγχυση ως προς το αν αποτελεί “ενημέρωση” ή “διαμεσολάβηση”, κυρίως γιατί το περιεχόμενο των δύο αυτών λέξεων επιδέχεται πολλούς ορισμούς και δεν έχει ξεκάθαρα όρια. Αν και έχουμε την τάση να κατηγοριοποιούμε τις έννοιες για να είναι πιο εύληπτες, στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσπάθεια ταύτισης με τον ένα ή τον άλλο όρο δείχνει να δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που επιδιώκει να επιλύσει. Εξάλλου, ο ίδιος ο νομοθέτης δεν επέλεξε ούτε τον όρο “ενημέρωση” ούτε τον όρο “υποχρεωτική διαμεσολάβηση” αλλά δανείστηκε ένα νέο όρο, με βάση τη διεθνή πρακτική (ρητή αναφορά της αιτιολογικής έκθεσης στην υιοθέτηση του ιταλικού μοντέλου «easyopt-out» – στην Ιταλία η διαδικασία περιγράφεται ως “obbligatorio primo in contro di mediazione”) αλλά και τους δικαιοπολιτικούς λόγους θέσπισης του νέου μέτρου στην Ελλάδα.
Το σίγουρο είναι ότι με την ευκαιρία που δίνεται από το νομοθέτη με το νέο νόμο για την εξέλιξη του θεσμού, το σώμα των διαμεσολαβητών και των νομικών είναι σκόπιμο να μοιράζεται μια κοινή αντίληψη για την ΥΑΣ, ώστε να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του στην πράξη και να αξιοποιηθεί το μέτρο από όλους, και κυρίως από την κοινωνία, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Στο άρθρο αυτό ακολουθούμε μια διαφορετική προσέγγιση για το θέμα, προσπαθώντας να δώσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα αλλά και να γεφυρώσουμε το όποιο ερμηνευτικό χάσμα ή αντίφαση έχει ή ενδέχεται να δημιουργηθεί. Στην προσέγγιση αυτή μας καθοδηγούν τόσο ο στόχος της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας όσο και οι σχετικές διατάξεις του νόμου, που επαρκούν, κατά τη γνώμη μας, για να προσδιορίσουμε με σαφήνεια τη φύση και το περιεχόμενό της ΥΑΣ.
Τι προβλέπει ο Νόμος:
• Άρθρο 6 Ν.4640/2019.Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης.
Ο τίτλος επιβεβαιώνει πως πρόκειται για “συνεδρία διαμεσολάβησης”. Σε αντιδιαστολή με τη λέξη “ενημέρωση” που αναφέρεται στο άρθρο 3 για την υποχρέωση ενημέρωσης από το δικηγόρο, είναι εμφανές ότι ο νομοθέτης επιθυμεί να διαφοροποιήσει την απλή ενημέρωση από την ΥΑΣ. Εξάλλου, η νομολογία άλλων κρατών μελών της ΕΕ (βλ Ρουμανία) έχει κρίνει ότι η απλή ενημέρωση συνιστούσε εμπόδιο στην πρόσβαση του πολίτη στο φυσικό δικαστή καθώς αποτελούσε υποχρέωση συμμετοχής σε ενημερωτική συνάντηση και όχι μια ουσιαστική προσπάθεια επίτευξης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Δικαστήριο της ΕΕ έχει κρίνει ότι η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης δεν συνιστά εμπόδιο στην πρόσβαση στο φυσικό δικαστή, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια.
• Άρθρο 2 παράγραφος 5 Ν.4640/2019 «Κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και για τις βασικές αρχές που τη διέπουν, καθώς και για τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς τους με βάση τις ιδιαιτερότητές της και τη φύση αυτής».
Ο νομοθέτης προβλέπει ενημέρωση σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι η «ενημέρωση για τη διαδικασία και τις βασικές της αρχές» (γενική ενημέρωση) και το δεύτερο είναι η «ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της συγκεκριμένης διαφοράς με τις ιδιαιτερότητές της και τη φύση αυτής» (ειδική ενημέρωση). Το πρώτο επίπεδο είναι εύκολα κατανοητό. Το δεύτερο, όμως, απαιτεί περιγραφή της υπόθεσης και των ιδιαιτεροτήτων της και μια πρώτη ουσιαστική συζήτηση επ’ αυτών. Είναι ξεκάθαρο ότι μια απλή ολιγόλεπτη συνάντηση αμιγώς ενημερωτικού χαρακτήρα με γενικό περιεχόμενο δεν αρκεί για να επιλέξει κάποιος αυτή τη διαδικασία ούτε για να κερδίσει ο διαμεσολαβητής την εμπιστοσύνη των μερών. Πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος ώστε τα μέρη να αντιληφθούν αν και γιατί αυτή η διαδικασία μπορεί να τους ταιριάζει. Αυτή η συζήτηση είναι εκείνη που θα καθορίσει το αν θα επιλέξουν να συνεχίσουν ή να μη συνεχίσουν τη διαδικασία. Συνάγεται, λοιπόν, με σαφήνεια ότι η ΥΑΣ περιλαμβάνει τόσο μια γενική ενημέρωση (που ομοιάζει με την εναρκτήρια ομιλία του διαμεσολαβητή) όσο και μια συγκεκριμένη συζήτηση επί της συγκεκριμένης διαφοράς (ειδική ενημέρωση), που ενδέχεται παράλληλα να έχει στοιχεία από τα πρώτα στάδια μιας διαμεσολάβησης (αρχή διερεύνησης).
• Άρθρο 7 παράγραφος 3 τελευταίο εδάφιο Ν.4640/2019. «Η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα, δεν τηρούνται πρακτικά και εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 4, 6 και 7 του άρθρου 5 του παρόντος».
Ο νομοθέτης επιλέγει και για την ΥΑΣ τα ίδια μέτρα προστασίας που προβλέπει για την πλήρη διαδικασία διαμεσολάβησης. Ο στόχος της ΥΑΣ είναι να μπορέσουν τα μέρη να εκθέσουν με ασφάλεια τους προβληματισμούς τους, ενώ αν επρόκειτο για μια γενική «τυπική» ενημέρωση, είναι σαφές ότι δε θα χρειαζόταν αυτή η προστασία.
• Άρθρο 7, παράγραφος 7 Ν.4640/2019. “Εφόσον τα μέρη αποφασίσουν να συνεχίσουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης είτε με τον ίδιο είτε με διαφορετικό διαμεσολαβητή, συντάσσεται έγγραφο συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 5 του παρόντος”
Η παράγραφος αυτή κάνει ρητή αναφορά για συνέχιση της διαδικασίας. Εξ’ αυτού συνάγεται καταφανώς ότι η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει ήδη ξεκινήσει με την ΥΑΣ. Για τη συνέχισή της, όμως, ο νόμος απαιτεί τη σύνταξη εγγράφου που αποκαλεί «έγγραφο συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς». Οι δύο φράσεις αυτές, ενώ φαίνεται αρχικά να εμφανίζουν μια αντίφαση μεταξύ τους (γιατί, ενώ για τη διαφορά έχει ήδη ξεκινήσει ΥΑΣ, τα μέρη καλούνται να υπογράψουν έγγραφη συμφωνία υπαγωγής προκειμένου να τη συνεχίσουν;) στην ουσία τους επιβεβαιώνουν τον ακριβή ρόλο και τη λειτουργία της ΥΑΣ.
Η ΥΑΣ είναι τρόπος προσφυγής σε διαμεσολάβηση και δεν περιλαμβάνει τη συμφωνία των μερών για τα επιμέρους ζητήματα της διαδικασίας σε περίπτωση που επιθυμούν να συνεχίσουν. Η πρόβλεψη της διαδικασίας της ΥΑΣ ανταποκρίνεται στην συνειδητή επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να προσθέσει έναν ακόμη τρόπο προσφυγής στη διαδικασία διαμεσολάβησης, πέρα από την εκούσια συμφωνία των μερών, και συγκεκριμένα την προσφυγή βάσει διάταξης νόμου (εδώ το άρ.6 Ν.4640/2019), ακολουθώντας πλήρως τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία (άρθρο 5 παρ.2 της Οδηγίας 52/2008/ΕΚ) και νομολογία (Menini) (βλ. παράλληλα και άρθρο 4 παρ. του Ν.4640/2019).
Ο νομοθέτης απαιτεί μια ξεχωριστή (ιδιαίτερη) συμφωνία (συμφωνία υπαγωγής) το περιεχόμενο της οποίας ελεύθερα πλέον θα συνδιαμορφώσουν τα μέρη μετά την ΥΑΣ και «χάριν αυτής» και περιλαμβάνει ενδεικτικά τη συνέχιση της διαδικασίας με τον ίδιο διαμεσολαβητή ή επιλογή άλλου, ρύθμιση ζητημάτων αμοιβών και κόστους διαδικασίας, ρύθμιση διαδικαστικών λεπτομερειών όσον αφορά τον τόπο, τον χρόνο και τη διάρκεια των συναντήσεων, των εγγράφων που τυχόν θα χρειαστούν ή προσώπων που θα παραστούν κα.
Η υπογραφή ενός νέου συμφωνητικού («συμφωνία υπαγωγής») ανταποκρίνεται, έτσι, στη βούληση των μερών να συνεχίσουν εκούσια -με τους όρους και το διαμεσολαβητή που έχουν επιλέξει- τη διαδικασία την οποία ο νόμος υποχρεωτικά επέβαλλε αρχικά να τη γνωρίσουν μέσω της προσφυγής σε ΥΑΣ.
Η Πράξη:
Αν αναρωτηθούμε ποιος είναι ο σκοπός της ΥΑΣ νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι: σκοπός είναι τα μέρη να επιλέξουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν φυσικά αυτή ενδείκνυται για τη διαφορά τους. Για να επιτευχθεί αυτό, ο στόχος του διαμεσολαβητή είναι:
• Να ενημερώσει για την ουσία του θεσμού και τη διαδικασία
• Να κερδίσει την εμπιστοσύνη των μερών και να καταφέρει να διευρευνήσει μαζί τους αν η διαδικασία αλλά και το προφίλ του (επιστημονικό υπόβαθρο, δεξιότητες, εμπειρία κα) ταιριάζουν στη συγκεκριμένη διαφορά
• Να λύσει τυχόν απορίες
• Να βοηθήσει τα μέρη να εξετάσουν με βάση τις ιδιαιτερότητες της διαφοράς τους το αν θέλουν ή όχι να συνεχίσουν τη διαδικασία και να διαπραγματευτούν -στο πλαίσιο του θεσμού- την εξεύρεση μιας εξωδικαστικής λύσης στο πρόβλημά τους
• Να ενθαρρύνει τους νομικούς παραστάτες και τους πολίτες που ενδέχεται να έχουν άλλες υποθέσεις κατάλληλες για διαμεσολάβηση να επιλέξουν τη διαδικασία γνωρίζοντας καλύτερα τη φύση και τα οφέλη της
Το τι ακριβώς πρέπει να κάνει για να το επιτύχει αυτό είναι στην κρίση του κάθε διαμεσολαβητή και επαφίεται στις δεξιότητές του. Ως προς το χρόνο που θα διαθέσει, θα πρέπει -σταθμίζοντας τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης- να αναζητήσει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα σε μια διεκπεραιωτική και γραφειοκρατική διαδικασία ολίγων λεπτών και σε μια διαδικασία διαμεσολάβησης, έτσι ώστε να επιτύχει την μέγιστη δυνατή και κυρίως όμως ουσιαστική αξιοποίηση της ευκαιρίας εξωδικαστικής επίλυσης μιας διαφοράς που προσφέρει η ρύθμιση της ΥΑΣ.
Με τι λοιπόν μοιάζει μια ΥΑΣ; Ο νομοθέτης προβλέπει ρητά το ελάχιστο περιεχόμενο, που είναι η γενική και η ειδική ενημέρωση εφαρμογής της διαδικασίας επί της διαφοράς αλλά δεν προβλέπει ρητά -δε θα μπορούσε άλλωστε- το όριο για το πού και πότε αυτή πρέπει να τελειώσει. Στην ουσία της μοιάζει αρκετά με την εναρκτήρια συνάντηση των μερών και του διαμεσολαβητή, όπως ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση της εκούσιας προσφυγής, αλλά είναι πολύ πιθανό να περιλαμβάνει και αρκετά στοιχεία από το στάδιο της προετοιμασίας (όπου αυτή κρίνεται αναγκαία) αλλά και ορισμένα στοιχεία από τα πρώτα βήματα της διερεύνησης, της οποίας ο πρωταρχικός στόχος όμως σε αυτό το στάδιο δεν μπορεί να είναι η διαπραγμάτευση για την εξεύρεση λύσης, αλλά η διαπίστωση αν ο θεσμός και η διαδικασία τους εξυπηρετεί ή όχι.
Γυρνώντας στο αρχικό ερώτημα, η ΥΑΣ δεν είναι ούτε μια απλή “ενημέρωση”, ούτε μια “πλήρης διαμεσολάβηση”. Η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία είναι, ωστόσο, μια “γεύση” διαμεσολάβησης με όλα τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας διαμεσολάβησης, καλύπτεται δε απόλυτα από το πέπλο της εμπιστευτικότητας που ισχύει και για την πλήρη διαδικασία. Δίνει την ευκαιρία στον πολίτη και το δικηγόρο να εξετάσουν τις δυνατότητες επίλυσης της συγκεκριμένης διαφοράς με διαμεσολάβηση με τη βοήθεια ενός τρίτου, ειδικά εκπαιδευμένου προσώπου, του διαμεσολαβητή. Δε θα πρέπει να μετατραπεί η ΥΑΣ σε ένα δεκάλεπτο “κήρυγμα” για το θεσμό και τα οφέλη του (πολλώ δε μάλλον σε μια γραφειοκρατική διαδικασία) γιατί αυτό θα ήταν πλήρως αναποτελεσματικό και δε θα κάλυπτε την προϋπόθεση του νόμου για ειδική και συγκεκριμένη ενημέρωση, αλλά ούτε και θα πρέπει να αναζητείται στο στάδιο αυτό η εξεύρεση μιας οριστικής λύσης, χωρίς τα μέρη να έχουν συμφωνήσει εγγράφως να συνεχίσουν τη διαδικασία. Σαν διαμεσολαβητές, είμαστε οι πλέον κατάλληλοι να βρούμε την ισορροπία μεταξύ των δύο και φέρουμε ιδιαίτερα μεγάλη ευθύνη στο να αξιοποιήσουμε σωστά το νέο νομοθετικό εργαλείο στην ελληνική έννομη τάξη.